Έκτακτη εισφορά θα καταβάλλουν όσοι κατέχουν ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας από 400.000 ευρώ και πάνω, και όχι από 600.000 ευρώ και πάνω, όπως προβλεπόταν αρχικά, σύμφωνα με το νομοσχέδιο για την έκτακτη εισφορά στα κέρδη των επιχειρήσεων και στα ακίνητα που κατατέθηκε στη Βουλή.

Έτσι διευρύνεται σημαντικά η κλίμακα για τον υπολογισμό και την καταβολή της έκτακτης εισφοράς στην μεγάλη ακίνητη περιουσία, και κατ’ επάκταση ο αριθμός των ιδιοκτητών που θα επιβαρυνθούν.

Οι ιδιοκτήτες αυτών των ακινήτων θα πληρώσουν διπλό ΕΤΑΚ. Για παράδειγμα, έγγαμος με ακίνητα αξίας 600.000 ευρώ θα πληρώσει ΕΤΑΚ 1 τοις χιλίοις για τις 400.000 που απομένουν, ενώ θα πληρώσει και έκτακτη εισφορά για το μέρος της αξίας που υπερβαίνει τις 400.00 ευρώ, δηλαδή θα πληρώσει επιπλέον 200 ευρώ.

Οι νέες κλίμακες από τέσσερις που ήταν αρχικά, γίνονται εννιά και διαμορφώνονται ως εξής:

Για ακίνητα με αντικειμενική αξία:

από 400.000 μέχρι 600.000 ευρώ επιβάλλεται έκτακτη εισφορά με συντελεστή 0,1%,
από 600.000 έως 800.000 ευρώ με συντελεστή 0,2%
από 800.001 έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή 0,3%
από 1.000.001 – 1.300.000 ευρώ με συντελεστή 0,4%
από 1.300.001 έως 1.600.000 ευρώ με συντελεστή 0,5%
από 1.600.001 ευρώ έως 2.000.000 με συντελεστή 0,6%
από 2.000.001 έως 2.500.000 ευρώ με συντελεστή 0,7%
από 2.500.001 – 3.000.000 εισφορά με συντελεστή 0,8%
από 3.000.001 και πάνω με συντελεστή 0,9%

Η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται και καταβάλλεται μαζί με το ενιαίο τέλος ακινήτων φυσικών προσώπων του έτους 2009.

Φόρος υπεραξίας
Με το ίδιο νομοσχέδιο δίνεται εξάμηνη παράταση για την εφαρμογή του φόρου 10% στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων επιχειρήσεων, που αποκτώνται από 1 Ιουλίου 2010 και μετά.

Επίσης, αναστέλλεται μέχρι 30 Απριλίου 2010 η φορολόγηση των κερδών από λαχεία και τυχερά παιχνίδια με συντελεστή 10% χωρίς αφορολόγητο.

Προβλέπεται ακόμη ότι εξαιρούνται από την έκτακτη εισφορά τα επαγγελματικά σκάφη αναψυχής και παρατείνεται η προθεσμία πληρωμής για τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής έως τις 30 Απρίλιου 2010.

Παρατείνεται μέχρι 31 Ιανουαρίου 2010 η ισχύς της περαίωσης.

Παρατείνεται έως τις 31 Ιανουαρίου 2011 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων, στις εφορίες και τα τελωνεία, χρεών προς το δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009 και 2010.

Τι προβλέπεται για τις επιχειρήσεις
Το ύψος των κερδών επί των οποίων θα υπολογιστεί η έκτακτη εισφορά δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το διπλάσιο του μέσου όρου των κερδών για τις χρήσεις 2006 – 2007. Αυτό, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση θεσπίζεται για να μην επιβαρυνθούν επιχειρήσεις οι οποίες εμφάνισαν στη χρήση του 2008 έκτακτα και μη επαναλαμβανόμενα κέρδη.

Στην κλίμακα υπολογισμού της έκτακτης εισφοράς για τις επιχειρήσεις δεν υπάρχουν αλλαγές. Προβλέπεται έκτακτη εισφορά στο συνολικό καθαρό εισόδημα ή στα καθαρά κέρδη, πάνω από 5 εκατ. ευρώ που υπολογίζεται ως εξής:

1. Για συνολικό καθαρό εισόδημα ή καθαρά κέρδη από 5 έως 10 εκατ. ευρώ συντελεστής 5%

2. από 10 έως 25 εκατ. ευρώ συντελεστής 7%.

3. από 25 εκατ. ευρώ και πάνω συντελεστής 10%.

Για τις επιχειρήσεις που δημοσίευσαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα ΔΛΠ, η έκτακτη εισφορά επιβάλλεται στα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από την εφαρμογή τους, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα από το συνολικό καθαρό εισόδημα και υπερβαίνουν τα 5 εκατ. ευρώ.

Για τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στην επιχείρηση. Σε περίπτωση μετατροπής ή συγχώνευσης της επιχείρησης, η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται στη νέα επιχείρηση που προήλθε από τη μετατροπή ή συγχώνευση. Αν από φορολογικό έλεγχο προκύψει διαφορά καθαρού εισοδήματος, ή καθαρών κερδών, δεν επιβάλλεται επιπλέον έκτακτη εισφορά ούτε επιστρέφεται εισφορά που τυχόν καταβλήθηκε.

Η έκτακτη εισφορά που βεβαιώνεται καταβάλλεται σε 12 μηνιαίες ίσες δόσεις κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη των 20.000 ευρώ. Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης εντός της προθεσμίας της πρώτης δόσης χορηγείται έκπτωση 3%.

Η έκτακτη εισφορά που καταβάλλεται δεν αφαιρείται για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, αλλά επιστρέφεται κατά το μέρος που αποδεδειγμένα το εισόδημα ή τα κέρδη επί των οποίων επιβλήθηκε, αποτέλεσε και εισόδημα ή κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία καταβλήθηκε έκτακτη εισφορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.