Πέντε διαφορετικούς δρόμους, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις τέμνονται, έχουν όσοι θέλουν να ψαλιδίσουν τις οφειλές τους και παράλληλα να πάρουν ανάσα μειώνοντας τη δόση των δανείων τους.
Η μείωση του επιτοκίου – με ή χωρίς προσημείωση κάποιου περιουσιακού στοιχείου -, η αύξηση της διάρκειας του δανείου, το πάγωμα των οφειλών για κάποιο χρονικό διάστημα και μια σειρά από ευκολίες πληρωμής είναι οι βασικοί τρόποι αναχρηματοδότησης των οφειλών.
Ανάλογα με τη συνταγή που θα επιλέξει κανείς, μπορεί να μειώσει τη μηνιαία δόση του έως και 50%, εφόσον βέβαια πληροί μια σειρά από προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, οι τράπεζες θέτουν ως κανόνα η τελική δόση μετά την αναχρηματοδότηση να μην ξεπερνά το 40% του συνολικού μηνιαίου εισοδήματος του δανειολήπτη. Επίσης, η ηλικία του δανειολήπτη στη λήξη του δανείου να μην ξεπερνά τα 65 έτη. Αν κάτι από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, αναζητείται κάποιος τριτεγγυητής, είτε μικρότερης ηλικίας είτε με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια.
Ψιλά γράμματα. Παράλληλα υπάρχει και μια σειρά από ψιλά γράμματα στη διαδικασία της αναχρηματοδότησης. Το πιο βασικό έχει να κάνει με τη διάρκεια του νέου δανείου. Οσο πιο μεγάλη τόσο μειώνεται η μηνιαία δόση δίνοντας έτσι ανάσα στον δανειολήπτη. Εντούτοις, μεγαλύτερη διάρκεια σημαίνει και περισσότεροι τόκοι.
Οι επιλογές. Με αυτά τα δεδομένα, η αναχρηματοδότηση στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων παίρνει έναν από τους παρακάτω δρόμους:
– Αναχρηματοδότηση με μειωμένο επιτόκιο. Η πιο κλασική αλλά και συμφέρουσα κίνηση για μειωμένη δόση είναι η αντίστοιχη μείωση του επιτοκίου σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται στο ιστορικό χαμηλό του 1%, πρόκειται για την ιδανική συγκυρία για όσους θέλουν να κουρέψουν τα χρέη τους. Αυτή τη στιγμή διατίθενται προγράμματα μεταφοράς οφειλών με επιτόκιο της τάξης του 7%-8%, μειωμένο σχεδόν στο μισό σε σύγκριση με αυτό των «απλών» καταναλωτικών δανείων.
– Επιπλέον μείωση επιτοκίου με προσημείωση. Η αναχρηματοδότηση με «απλή» μείωση του επιτοκίου αφορά συνήθως μικρής αξίας οφειλές, της τάξης των 10.000 με 15.000 ευρώ. Καθώς όμως τα χρέη συσσωρεύονται, στην περίπτωση που το ύψος των οφειλών ξεπερνά τα 20.000 ευρώ, οι τράπεζες ζητούν πλέον την προσημείωση περιουσιακού στοιχείου (συνήθως ακινήτου). Σε αυτή την περίπτωση το κόστος χρήματος μειώνεται ακόμα και στο 5%. Εντούτοις, όσοι καθυστερήσουν την αποπληρωμή, κινδυνεύουν να χάσουν άμεσα το περιουσιακό στοιχείο που προσημείωσαν.
– Αύξηση της διάρκειας. Η συνταγή της μείωσης του επιτοκίου συνδυάζεται κατά κανόνα με αύξηση της διάρκειας του δανεισμού. Στη στεγαστική πίστη, το μέγιστο χρονικό όριο που χορηγούν οι τράπεζες είναι τα 40 χρόνια, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια με προσημείωση περιουσιακού στοιχείου φτάνει τα 30.
– Περίοδος χάριτος. Καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα νοικοκυριά δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε τη μειωμένη μηνιαία δόση, σημαντική ανάσα για εκείνους που προσωρινά αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους είναι η περίοδος χάριτος, η οποία μπορεί να φτάσει τα δύο χρόνια. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι δόσεις για τη συγκεκριμένη περίοδο πρέπει να καταβληθούν κανονικά και ουσιαστικά επιμηκύνεται η διάρκεια του δανείου. Επίσης, κατά κανόνα η περίοδος χάριτος επιβαρύνεται και με τόκο.
– «Ευκολίες πληρωμής». Ενα επιπλέον σωσίβιο για υπερχρεωμένους είναι οι ευκολίες πληρωμής που κάνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η παράλειψη έως και δύο δόσεων κάθε χρόνο, η δυνατότητα μετάθεσης εξόφλησης του χρέους στο τέλος του δανείου και οι πληρωμές ανά τρίμηνο αντί για κάθε μήνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ευκολίες αυτές παρέχονται χωρίς κόστος, αρκεί ο πελάτης να είναι συνεπής.