Επιπλέον κίνητρα για να συνεχίσουν να ζητούν αποδείξεις όσοι έχουν σχεδόν καλύψει ήδη το ανώτατο όριο δαπανών που τους αναγνωρίζει η εφορία, σχεδιάζει το υπουργείο Οικονομικών.

Το “κρυφό σχέδιο” που έχει στο συρτάρι του ο υπουργός Οικονομικών προβλέπει αλλαγές σε τρία κυρίως επίπεδα, σε σχέση με τα σήμερα ισχύοντα:
  • Αυξάνεται το ανώτατο όριο αποδείξεων 18.000 ευρώ ετησίως και άνω για κάθε φορολογούμενο, αναλόγως του δηλωθέντος εισοδήματός του. Με το ισχύον σύστημα, η Εφορία αναγνωρίζει μόνο δαπάνες μέχρι 15.000 ευρώ το χρόνο, ακόμα και για όσους δηλώνουν πως ζουν με πάνω από 100.000 ευρώ.Για όλους αυτούς, διαπιστώνεται πως βολεύει να μη συγκεντρώνουν μεγαλύτερα ποσά αποδείξεων, αφού μπορούν έτσι να κινούνται ευκολότερα με “μαύρα” λεφτά.
  • Εναλλακτικά εξετάζεται το πλαφόν αυτό να καθορίζεται ως ποσοστό του εισοδήματος (πχ 20% ή 30%), ώστε καθένας να έχει το “ατομικό” αφορολόγητο όριο. Επιπλέον υπάρχουν εισηγήσεις το όποιο πλαφόν ισχύσει τελικώς, να μεταβάλλεται κάθε χρόνο και να ανακοινώνεται τον Ιανουάριο του επόμενου έτους από εκείνο που αφορούν οι δαπάνες, ώστε κανείς να μη γνωρίζει μέχρι και τον Δεκέμβριο τι πόσο αποδείξεων θα πρέπει να μαζέψει.
  • οι αποδείξεις δεν θα μπαίνουν όλες “σε ένα τσουβάλι” αλλά η αξία τους θα διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία της δαπάνης. Έτσι πχ θα διπλασιάζεται η έκπτωση φόρου για δαπάνες που αφορούν τεχνίτες (υδραυλικούς, βαφείς, ηλεκτρολόγους), ελεύθερους επαγγελματίες (ιατρούς κλπ), βοηθητικό προσωπικό (νοσηλευτές, οικιακές βοηθοί, οδηγοί), σε σχέση με τις υπόλοιπες που αφορούν σούπερ-μάρκετ κλπ.

Ο ίδιος ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναγνώρισε, σε δηλώσεις του την Δευτέρα, πως αναμένει και τον επόμενο μήνα για να δει με μεγάλη προσοχή τα έσοδα και για να διαπιστώσει αν και κατά πόσο υπάρχει πράγματι μια “κόπωση” στο λεγόμενο “κίνημα των αποδείξεων”.

Ο υπουργός Οικονομικών προετοιμάζει βελτιωτικές κινήσεις, όχι με στόχο να υποχρεώσει τους μικρομεσαίους και τους χαμηλοσυνταξιούχους να μαζεύουν περισσότερες αποδείξεις σε σχέση με σήμερα, αλλά κυρίως να δώσει περαιτέρω κίνητρα για περαιτέρω μείωση του φόρου, ιδίως σε κάποιες ειδικές επαγγελματικές δραστηριότητες, στις οποίες υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή.