Αλλαγές στις αρχικές ρυθμίσεις για την έκπτωση των τόκων των στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας από το φόρο, καθώς και για τη φορολογία των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης, θα προβλέπει το τελικό κείμενο του φορολογικού νομοσχεδίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, βάσει των αλλαγών που αποφασίστηκαν κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου την Τρίτη: Σε ό,τι αφορά τη φορολογία των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης, το υπουργείο Οικονομικών προτίθεται να καθιερώσει υψηλό αφορολόγητο όριο στα επίπεδα πάνω από τα 50.000 ευρώ, από 30.000 ευρώ που προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο και έναντι 20.000 ευρώ που ισχύει σήμερα.

Επίσης ο φορολογικός συντελεστής 40% θα ισχύει για το τμήμα των αποζημιώσεων πάνω από 200.000 ευρώ.

Σε ό,τι αφορά τους τόκους των στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας, η διάταξη που προβλέπει ότι θα εκπίπτει το 20% αυτών από το φόρο θα τεθεί σε ισχύ για τα δάνεια που ελήφθησαν από το 2009 και στο εξής. Δηλαδή, για τα δάνεια που έχουν συναφθεί έως το τέλος του 2008 το καθεστώς παραμένει το ίδιο. Η έκπτωση 20% των τόκων από το φόρο εισοδήματος θα ισχύσει για τα νέα δάνεια, αλλά και για όσα εκταμιεύθηκαν από την 1/1/2009, καθώς καταργείται η διάταξη Παπαθανασίου για έκπτωση 40% από το φόρο, τόσο για πρώτη όσο και δευτερεύουσα κατοικία, που τέθηκε σε ισχύ από το 2009 και έως το τέλος του 2010. Αυτό συνεπάγεται ότι όσοι έλαβαν τον προηγούμενο χρόνο στεγαστικό δάνειο για κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία και θεωρούσαν ότι θα έχουν έκπτωση 40% θα έχουν τελικά έκπτωση 20% μόνο για την πρώτη κατοικία.

Τέλος, βάσει των πληροφοριών, στο Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε ακόμη πως στο νομοσχέδιο θα αναφέρεται ρητά ότι η παρακράτηση φόρου σε μισθούς και συντάξεις με βάση τη νέα κλίμακα θα ισχύσει αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου και όχι από την ψήφιση του νομοσχεδίου.

Δηλαδή, θα ορίζεται ρητά στο νομοσχέδιο πως παρά το γεγονός ότι η νέα κλίμακα παρακράτησης (ακολουθώντας τις μεταβολές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος) θα τεθεί σε ισχύ από τον Απρίλιο, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα γίνει συμψηφισμός των παρακρατούμενων ποσών από τις αρχές του έτους με την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος.

Να σημειωθεί ότι με την αλλαγή της κλίμακας, χαμηλά και μεσαία εισοδήματα έως 2.000 ευρώ τον μήνα θα έχουν μείωση των παρακρατούμενων κάθε μήνα ποσών από τον μισθό και τις συντάξεις τους. Για παράδειγμα, μισθωτός με μηνιαίες αποδοχές 1.000 ευρώ με την ισχύουσα κλίμακα έχει παρακράτηση 33,7 ευρώ κάθε μήνα. Με την εφαρμογή της νέας κλίμακας η παρακράτηση μειώνεται σε 25,33 ευρώ ή 8,44 ευρώ λιγότερα.

Σε αποδοχές 2.000 ευρώ η μηνιαία παρακράτηση δεν έχει την παραμικρή διαφοροποίηση, καθώς είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ελαφρύνσεων και επιβαρύνσεων. Στα 270,17 ευρώ η παρακράτηση με την παλιά κλίμακα, στο ίδιο ποσό και με τη νέα κλίμακα, ενώ για μηνιαίες αποδοχές 2.500 ευρώ η παρακράτηση από 427,07 ευρώ με τη νέα κλίμακα αυξάνεται σε 436,21 ευρώ ή 9,15 ευρώ περισσότερα.

Έτσι, όποιος φορολογούμενος έχει υποστεί τους πρώτους μήνες του έτους παρακράτηση υψηλότερη σε σχέση με αυτήν που θα προκύπτει με τη νέα κλίμακα, θα έχει επιστροφή με συμψηφισμό όταν θα γίνει η εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης και το αντίστροφο.