Ένα ακομη στοιχείο που αποδεικνύει ότι το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει υψηλά τον πήχη για τα ποσά των αποδείξεων καθιστώντας ανέφικτη τη διασφάλιση του αφορολόγητου ορίου για τα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα είναι και το γεγονός ότι το ποσοστό του 30% υπολογίζεται επί του δηλωθέντος εισοδήματος το οποίο όμως εμπεριέχει και τον παρακρατούμενο φόρο και συνεπώς δεν αντιπροσωπεύει το καθαρό διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα.

Αν λοιπόν αφαιρεθεί ο φόρος, το καθαρό εισόδημα που «μπαίνει στην τσέπη» του φορολογούμενου είναι χαμηλότερο από το δηλωθέν. Οπότε το ποσό των δαπανών με αποδείξεις αντιστοιχεί στο 30%, αλλά σε υψηλότερο ποσοστό.

Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει εισόδημα 30.000 ευρώ, ο φόρος που του έχει παρακρατηθεί κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους ανέρχεται με βάση τη νέα κλίμακα σε 4.450 ευρώ και συνεπώς το καθαρό εισόδημά του διαμορφώνεται σε 25.550 ευρώ.

Το υπουργείο Οικονομικών όμως υπολογίζει την αξία των αποδείξεων που θα χρειασθεί στο 30% όχι του καθαρού αλλά του δηλωθέντος εισοδήματος, δηλαδή όχι επί του ποσού των 25.550 αλλά επί των 30.000 ευρώ και ζητεί από τον φορολογούμενο αποδείξεις 9.000 ευρώ, ενώ αν ελάμβανε υπόψη το πραγματικό καθαρό εισόδημα των 25.550 ευρώ, θα του ζητούσε λιγότερες (7.765 αντί 9.000 ευρώ) και θα έκανε ευκολότερη τη προσπάθειά του για την κάλυψη του αφορολόγητου των 12.000 ευρώ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αξία των αποδείξεων δεν αντιστοιχεί σε 30% του εισοδήματος αλλά σε πολύ υψηλότερο.

Αντικίνητρα για συλλογή αποδείξεων
Πρόβλημα υπάρχει και με τα κίνητρα για τη συλλογή των αποδείξεων που σε πολλές περιπτώσεις είτε αποδυναμώ­νονται σε σχέση με τα ισχύοντα είτε δεν προσφέρουν «δελεαστικά» κέρδη για τους καταναλωτές. Καταρχάς οι δαπάνες για υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους και γενικά ελεύθερους επαγγελματίες, ταβέρνες, εστιατόρια, κομμωτήρια και άλλα καταστήματα που με βάση το ισχύον καθεστώς εξέπιπταν από το εισόδημα σε ποσοστό 40% της αξίας τους, τώρα εντάσσονται στο καλάθι των αποδείξεων και η έκπτωση περιορίζεται στο 20% από τον φόρο. Το δεύτερο αφορά στο ότι η φοροέκπτωση του 10% επί του ποσού των αποδείξεων που υπολείπεται μετά την κάλυψη του αφορο­λόγητου ορίου είναι χαμηλότε­ρη από το ΦΠΑ 19% με τον οποίο θα επιβαρυνθεί ο καταναλωτής.